- μπανάνα
- Τροπικό φρούτο, εδώδιμο, θρεπτικό, που παράγεται από μερικά φυτά (μπανανιές), που βοτανικά ανήκουν στο γένος μούσα (οικογένεια μουσίδες, μονοκοτυλήδονα).
Οι μπανανιές έχουν ψευτοκορμό όρθιο, ύψους 5-6 μ., σχηματισμένο από τους χοντρούς κολεούς των φύλλων, που είναι διατεταγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Τα φύλλα είναι πολύ επιμήκη, πλατιά, με έλασμα που σχίζεται εύκολα. Τα άνθη είναι κιτρινωπά και φύονται κατά δέσμες από τη μασχάλη χρωματιστών και εύπτωτων βρακτείων, που σχηματίζουν προμήκη, κρεμαστό, επάκριο βότρυ. Οι καρποί, οι μπανάνες, διατεταγμένοι γύρω από έναν χοντρό ποδίσκο, σχηματίζουν κρεμαστούς καρποφόρους βότρυες, που μπορούν να φέρουν 100-200 καρπούς.
Η μ. ως καρπός είναι ράγα με παχύ και μαλακό φλοιό και περιέχει σάρκα, λευκωπή ή κιτρινωπή, στερεή, μαλακιά, γλυκιά, ευχάριστα αρωματική, πλούσια σε άμυλο, σάκχαρα και βιταμίνες. Οι μ. καταναλώνονται συνήθως νωπές· όταν ξηρανθούν δίνουν ένα αλεύρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή προϊόντων διατροφής και δίαιτας. Από τη νωπή σάρκα της μ. παρασκευάζεται με ζύμωση ένα οινοπνευματώδες ποτό και με απόσταξη ένα ρακί.
Η μεταφορά τους από τις χώρες παραγωγής στις χώρες κατανάλωσης γίνεται με ειδικά πλοία, εφοδιασμένα με κατάλληλες ψυκτικές εγκαταστάσεις. Οι καρποί που προορίζονται για εξαγωγή συλλέγονται πριν ωριμάσουν τελείως.
Όλα τα είδη είναι κατάλληλα για διακοσμητικούς σκοπούς, ορισμένα όμως, όπως η μούσα η αβησσυνιακή, καλλιεργούνται μόνο ως καλλωπίστικά· από μερικά είδη, όπως η μούσα η κλωστική, εξάγουν (από τους κολεούς των φύλλων) κλωστικές ίνες, τις γνωστές ως «Καννάβη προς Μανίλας», που παράγονται άφθονα στις Φιλιππίνες.
Στην Ελλάδα η μπανανιά καλλιεργείται στις νότιες θερμές περιοχές και κυρίως στην Κρήτη (Ιεράπετρα) και στη Μεσσηνία (Λογκά).
Μπανανιά με καρποφόρο τσαμπί και με το χαρακτηριστικό άνθος.
* * *η1. βοτ. κοινή ονομασία τού καρπού τής μπανανιάς, δηλαδή τών ειδών τού γένους μούσα, αγγειόσπερμου μονοκότυλου φυτού τών τροπικών περιοχών2. (ηλεκτρολ.) κοινή ονομασία τού βύσματος.
Dictionary of Greek. 2013.